φωσφίδιο

φωσφίδιο
το, Ν
συν. στον πληθ. τα φωσφίδια
χημ. οι χημικές ενώσεις τού φωσφόρου με τα διάφορα μέταλλα, αλλ. φωσφορούχες ενώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. phosphide].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”